- ζούδιο
- τοβλ. ζούδι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζούδι — και ζούδιο, το 1. μικρό ζώο, ζωύφιο, έντομο, μαμούνι 2. (μτφ. για ανθρώπους ευτελείς ή μικρόσωμους ή μικρής ηλικίας) ασήμαντος 3. στοιχειό, δαιμόνιο, φάντασμα 4. σκιάχτρο, φόβητρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ζούδι(ον), αντί ζῴδιον* (< ζω ίδιον), είναι… … Dictionary of Greek